- βουτυρικός
- η , όν хим. масляный;
βουτυρικόν οξύ — масляная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτυρικόν οξύ — масляная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτυρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο βούτυρο: Βουτυρικό άλας. – Βουτυρικό οξύ. – Βουτυρική ζύμωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)